θεοδρομώ

θεοδρομώ
(Μ θεοδρομῶ, -έω)
[θεοδρόμος]
ακολουθώ τον δρόμο τού θεού, ζω σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • боготочьныи — (3*) пр. Текущий, бегущий по воле бога: Каплѩ боготочьны˫а. отъ тебе рожьшаагосѩ мира освѩтиша. богородице дѣво. каплѩ оубо милости источи. Стих 1156 1163, 104 об.; то же Мин XII (июль), 115 об.; ||=перен.: И подвижени˫а показаите ваша. и кдѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”